- μαραγγιάζω
- και μαραγκιάζω1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω, αναλογικά με άλλα ρήματα σε -γγιάζω, -κιάζω δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. χτικιάζω, λυγκιάζω, ξεραγκιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.